γυναικοθηρία

γυναικοθηρία
η
το να κυνηγάει κανείς συνεχώς γυναίκες για ερωτικές περιπέτειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυναικοθήρας. Η λ. μαρτυρείται το 1868 στον Παν. Ζάνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”